Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Όνειρο Χειμερινής Ημέρας (Ι.Θ.Κ., 2017)

Το περιφερόμενο μπουλούκι

διαλέγει πάντα μόνο του το κοινό

στις μαύρες πόλεις.

 

Ο ασπρογένης πορτιέρης

φουμάρει ασταμάτητα

καθώς περνάνε μπροστά του

οι πληρωμένοι θεατές.

 

Βραδινή υγρασία

καπνισμένα χνώτα

Άηχες μουρμούρες.

 

Για ποιόν χτυπά η καμπάνα;

Η παράσταση ξεκινά.

 

Τα χλωμά αδιάφορα πρόσωπα

κοιτάνε το κόκκινο πανί

σαν μαινόμενοι ταύροι.

Ο ματαντόρ τραβάει το πανί

μα το θέαμα γι’ αυτούς

κωμικό κι ας πονάει.

 

Αφυδατωμένη η πρωταγωνίστρια

στο στόμα κόλλησε η πρώτη

και η τελευταία ατάκα.

Το πουλημένο κοινό αυτάρεσκα γελά

και χειροκροτά ικανοποιημένο.

 

Ο γδούπος τόσο ηχηρός

μα δεν ακούστηκε τίποτα

μεσ’ στις κραυγές των εκστασιασμένων.

Άνοιξε τα μάτια της

και τα παραμορφωμένα τους προσωπεία

έβγαζαν γλώσσες-φωτιές που την τύλιγαν.

 

Σαν κλικ από μηχανή του μέλλοντος

όλα πάγωσαν.

 

Πρωινή λιακάδα

μοσχοβολιστή ανάσα

γλυκιά μελωδία.

Ξύπνησε απ’ όνειρο νομίζει,

ή κοιμάται ξύπνια ονειρευόμενη

τις πόλεις που είναι μαύρες;